Σάββατο 1 Ιουλίου 2023

«Οι εποχές έχουν φτερά γιατί έρχονται και περνούν όπως η πεταλούδα», της Πόλυς Χατζημανωλάκη (δώδεκα εικόνες)

 1. Ελληνικό καλοκαίρι σε δυο εικόνες.  Ένας  κάβουρας  που «χαροπαλεύει»,  ο Διγενής στα μαρμαρένια αλώνια, λέξεις από μια γλώσσα βυθισμένη  στην ιστορία τεσσάρων χιλιάδων χρόνων. Στον αντίποδα, ένα παιδί που το μπουκώνει υστερικά η μητέρα του στο παραθαλάσσιο εστιατόριο. Στις σελίδες του Λακαριέρ και τα δύο. Μπορώ να συνεχίσω να τις βλέπω επ’ άπειρον:  Η  μαγεία της του λευκού των Κυκλάδων του Ελύτη και οι δονήσεις από τα φωτορυθμικά στις ντισκοτέκ μετά τα μεσάνυχτα. Ο Λιόντας της Τζιας  και οι συζητήσεις λουομένων που κρυφακούς θες δεν θες.

 

 

2. Ζηλεύω τους ανθρώπους που κάθονται στις αυλές τους τα βράδια που κάνω τους περιπάτους μου στα νησιά των διακοπών. Σβηστά φώτα στο μπαλκόνι, το μαγιό που στεγνώνει στην άκρη ή μια παρέα γύρω από ένα τραπέζι, κάποιος ετοιμάζει στην κουζίνα το φαγητό ακούγονται τα πιατικά, ακατανίκητη επιθυμία να κοιτάξω μέσα στο ξένο σπίτι. Κάποιοι ξεκουράζονται στα αραγμένα σκάφη τους, παίζουν τάβλι, σκάκι ή κρατούν ένα ποτήρι κρασί στο χέρι. 

Τι ζηλεύω ακριβώς. Το ότι επιτελούν με αυτάρκεια και χάρη  το πιο τετριμμένο κομμάτι της ζωής, το τίποτα, κάτι που εγώ δεν το έχω καταφέρει ακόμα  και γι’ αυτό  λυπάμαι. 

 

 

3. Ο Σκοτ Φιτζέραλντ γράφει κάπου ότι χρησιμοποίησε τα τετράδια της Κάθρην Μάνσφιλντ για τις περιγραφές της  Νότιας Γαλλίας στο «Τρυφερή είναι η νύχτα». Ποιος; Αυτός που κι αν έχει ζήσει στη Γαλλική Ριβιέρα, στα ξενοδοχεία της. Γιατί άραγε; Είναι επισφαλής για αυτόν που γράφει η βιωμένη του εμπειρία σε σχέση με τη στιβαρή επιβεβαίωση του γραπτού λόγου ενός ομοτέχνου;

Σήμερα, μπορείς να δεις φωτογραφίες και της τελευταίας λεπτομέρειας. Τη θέα από το δωμάτιο, το μπάνιο, την τραπεζαρία του ξενοδοχείου, από τη Booking και την Trip Advisor. Ωστόσο θα χρησιμοποιήσω τις σημειώσεις ενός εικοσιεξάχρονου συγγραφέα και θα νιώσω στα πόδια μου τη θέρμη που έχουν οι πέτρες στην παραλία του Οράν. Άρχισαν στο μεταξύ στο μέηλ να έρχονται καταιγιστικά μηνύματά από ξενοδοχεία την Αλγερία. Η πραγματικότητα που διαστέλλεται. Το τι σκέφτεσαι  δεν είναι πια μυστικό για τις μηχανές του google. Είμαι υποψήφιος πελάτης.   Αυτό είναι ο σκοπός μου, εκεί θέλω να βρεθώ με μια υπερφυσική παντοδυναμία. Ένας πύργος της Βαβέλ από την ανάποδη, ένα βουνό που ξηλώνεται και σιγά σιγά απλώνεται μέσα στην ακτή, της δίνει υπόσταση εδώ και ογδόντα χρόνια, αυτό έχει γράψει ο Αλμπέρ Καμύ  στο «Καλοκαίρι» και τώρα γράφω κι εγώ για την  πέτρα της Αριάδνης. Έβγαλα τα παπούτσια μου και περπάτησα δύο χιλιόμετρα πλάι στη θάλασσα, μέσα σε μια άχνη υδρατμών, μια λεπτή υφή, τράνζιτο της ύλης, ανάμεσα στις δύο υποστάσεις, την πέτρα και το αλμυρό νερό που διαβρώνει. Προφέρω τις μαγικές λέξεις, όπως ο Αδάμ Καδμόν το αλφάβητο και να η δημιουργία, εκείνου του κόλπου του 1939, ξανά. Το πρωί είχα αλάτι στα τσίνορα και φουσκάλες στα πόδια. 

 

 

4. Στο μπαλκόνι του σπιτιού μου διαβάζω. «Κοντά στην άγρια καρδιά» της Κλαρίσε Λισπέκτορ όχι αυτό που μετέφρασε η Αμαλία Ρούβαλη, αλλά μια αγγλική μετάφραση που βρήκα στο διαδίκτυο και συμβιβάζομαι. Ίσως οι περαστικοί που βγάζουν τα βόλτα τα σκυλιά τους, ή τα νέα παιδιά  που αράζουν τα βράδια του Ιουλίου στο Ρέμα με ένα τρανζιστοράκι να θεωρούν ότι είμαι κι εγώ αυτάρκης όπως οι άνθρωποι στα νησιά. 

 

5. Αεράκι, ήλιος γλυκός, μυστηριώδης ερημία, σιωπή.  Μεσημεράκι Κυριακής Ιουλίου και πάλι στο δρόμο, στην γειτονιά της Αθήνας. Κάποιος άφησε  την πόρτα ανοιχτή, εξεγέρθητι Βορρά και έρχου Νότε. Η αιώρα μια αρχετυπική μέθη.

 

6. Κόκκινα σκαθάρια  γαντζωμένα  στις κάψες ξεραμένων αγκαθιών. Ανά δύο, προσηλωμένα σε μια αόρατη ανταλλαγή. Όσο και να πλησιάζεις είσαι έξω από τον κόσμο τους. Το κουφάρι του φυτού και το ζευγάρωμα του ξενιστή. Ακινησία, σιωπή, ένας κόσμος σε άλλη κλίμακα, με άλλους ρυθμούς, προκλητικά ερυθρός, διάστικτος από τα χρώματα του πολέμου, υπήρχε απ' ανέκαθεν, αναδύεται τώρα που χαμηλώνουν οι ρυθμοί και τον παρατηρείς.

 

7. Η νυχτοπεταλούδα "Γεράκι του λεβάντε" ή Theretra alecto της οικογενείας των Σφιγγιδών σε διάφορες λήψεις από κοντά όπως ακίνητη είχε σταθεί στη σήτα της μπαλκονόπορτας. Και στο όνομα και στην όψη φοβερή, όχι μεγαλύτερη από τέσσερα εκατοστά μήκος, και πάλι σε τρομάζει.  

 

Μια νυχτοπεταλούδα ήξερα με το όνομά της μέχρι τώρα την Αχεροντία άτροπο - περισσότερο για τις εμφανίσεις της στη λογοτεχνία  άλλη εξοικείωση δεν έχω με τα πλάσματα αυτού του κόσμου,  με τα εξωτικά ονόματα και τη σκοτεινή μορφή... 

 

Ο χώρος είναι γεμάτος περίεργους ήχους, βόμβους, υπερήχους, θωρακικές κοιλότητες, πόδια, γεννητικά όργανα εντόμων και αρθροπόδων που συντονίζονται και γεμίζουν όλο το φάσμα του ηχητικού πεδίου με τον τρόπο που  αυτά ξέρουν και επικοινωνούν, Δημιουργούν ζωτικούς χώρους, οροθετούνται αναμεταξύ τους τους, αχαρτογράφητες περιοχές, αόρατες και σιωπηλές για τον άνθρωπο - εισβολέα που μόνο ένα βόμβο ακούει και αυτόν δεν τον  καταλαβαίνει...

 

Το Γεράκι του λεβάντε εκπέμπει τρομακτικούς υπερήχους για να διώχνει τις νυχτερίδες. Δεν ξέρω πώς φώναζε όταν το φωτογράφιζα.  

 

8. Ο πολικός αστέρας, η Άρκτος, η ουρά του Σκορπιού, ο Αντάρης, ο στάχυς της Παρθένου, το σπιτάκι ο Τοξότης, επιβεβαίωση μιας νομαδικής γνώσης, του μυστικού μιας περίεργης σέχτας. Ουράνιες παρατηρήσεις, ένα αλφαβητάρι που συλλαβίζουμε, σχήματα που εκστατικά  διακρίνουμε στον ουρανό, κάθε χρόνο. Μια γνώση χαρούμενη σχεδόν που ανακαλείται με μοναδικό σκοπό να ακινητοποιηθεί  ο χρόνος, το καλοκαίρι, η παρουσία του στερεώματος, η καθαρότητα του ουρανού, η ανάδυση των σχημάτων των αστερισμών με τις αρχέγονες ονομασίες. Ο κόσμος δημιουργείται κάθε καλοκαίρι από την αρχή, για να κοιτάξουμε ψηλά και να τον διαβάσουμε. Παρηγορία ότι είναι όλα είναι στη θέση τους και θα εμφανιστούν  με αφορμή έναν άλλο ρυθμό ζωής. Ο βόμβος και τα φώτα της πόλης ρίχνουν ένα πέπλο ανάμεσα σε μας και τον ουρανό. Το ευεργετικό σκοτάδι που γεμίζει το χώρο το καλοκαίρι στην εξοχή, ένα σκοτάδι καθαρό, ξηρό,  κατεβάζει τον ουράνιο θόλο σε μια τελετουργική στερεοσκοπία. Επανάληψη, αναγέννηση, μια ενιαύσια τελετουργία, καθησυχαστική και γεμάτη γοητεία. Τον υπόλοιπο καιρό κανείς δεν σκέφτεται να υπολογίσει αποστάσεις με έτη φωτός, γεννήσεις και θανάτους άστρων, να θυμηθεί παραδόσεις Ινδιάνων και την λυπημένη ιστορία της Πούλιας. Ποιος την βλέπει την Πούλια άλλωστε το χειμώνα;

 

9. Όπου μπορείς με τη φωτογραφική μηχανή να φέρεις τριάντα φορές πιο κοντά εκείνη τη βαρκούλα που βλέπεις στα ανοιχτά. Και την τράτα που ξεκινά το σούρουπο.

 

10. Κάποτε η θάλασσα πήρε μια παράξενη μυρωδιά, βαριά, θαλασσινή. Οι άνθρωποι κοίταζαν στα ανοιχτά και νόμιζα πως ήταν από το πολεμικό πλοίο που συνήθιζε να περιπολεί αργά το απόγευμα, κάνοντας κύκλους γύρω από τον εαυτό του σαν να χορεύει τανγκό, αργά αργά...

Δεν άργησα να μάθω ωστόσο, ότι η θάλασσα ήταν εκείνο το βράδυ γεμάτη νεκρά ψάρια, ένα καΐκι  φορτωμένο μπάταρε και χύθηκαν στη θάλασσα. Γι΄αυτό η μυρωδιά, γι’ αυτό και τα πουλιά έσπευδαν εφορμώντας, ότι προλάβουν, άλλο και πάλι ετούτο με τους οιωνούς.

Κόσμοι που συνορεύουν,  τα χωράφια και η θάλασσα, τα ψάρια, τα πουλιά, ο καθείς και το βασίλειό του. Μα που βρέθηκαν τόσα πουλιά εκεί  στο λεπτό; Ο θάνατος.  

Ο κάτοικος της πόλης μαθαίνει να ανασαίνει για ελάχιστα λεπτά μαζί τους τη ζωή και το θάνατο, να κοιτά εκστατικός το θαύμα της αρμονίας, της φύσης από το οποίο έχει αποξενωθεί...

 

11. Το πρόσωπο του καλοκαιριού, λεπτομέρεια μαζί με τις τέσσερις εποχές, Άνοιξη, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας, στις τέσσερις γωνίες ενός ψηφιδωτού στο Αρχαιολογικό Μουσείο του νησιού. Οι εποχές έχουν φτερά γιατί έρχονται και περνούν, όπως εκείνη η πεταλούδα

 

12. Μια πεταλούδα μέσα στη θάλασσα - μια Βανέσα αταλάντα. Ποιο θαλασσινό άρωμα την έχει παρασύρει, αχ να καθίσει λίγο κάπου να ξεκουραστεί πού όμως, δεν υπάρχουν  βραχάκια στη διαδρομή της. Πετά γρήγορα από μπροστά μου και την χάνω από τα μάτια. Δεν ξέρω πόσο βαθιά βλέπει, πώς προσανατολίζεται σε μεγάλες αποστάσεις.


Πόλυ Χατζημανωλάκη 

Δημοσιεύτηκε κάποτε στις Αναγνώσεις της Αυγής 

Δευτέρα 25 Απριλίου 2022

«Ο Μανώλης και ο νταής, ο Γιωργής- Αη Γιώργης και ο Κώτσος στη σπηλιά του Δράκου. Συμβολικές δρακοντοκτονίες στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη»

 



Σκιάθος, λιμάνι,  Αύγουστος  του 20… Περιμένω το πλοίο της επιστροφής. Μου τραβά την προσοχή μια οικογένεια Δανών μπροστά στο μαρμάρινο ανάγλυφο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Διαβάζουν με σπαστά Αγγλικά  το συνοδευτικό κείμενο.  

 

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851 – 1911)

Σκιαθίτης. Ο σπουδαιότερος Έλληνας διηγηματογράφος. Ο συγγραφέας των ταπεινών και των καταφρονεμένων. Πλούσιο συγγραφικό και μεταφραστικό έργο. Προστάτης της ορθόδοξης παράδοσης.

 

Όλα είναι αλήθεια. Χωράει όμως ο Παπαδιαμάντης σε ένα επίγραμμα που απευθύνεται μάλιστα και στα Αγγλικά στον επισκέπτη; Θα μπορούσε να σημαίνει άραγε κάτι για τους «ξένους»; Τους μακρινούς δηλαδή, τους «άλλους»; Τους νεότερους ας πούμε; Μήπως πετρώνει και το έργο του και γίνεται μαρμάρινο ανάγλυφο; Ανησυχούμε αν διαβάζεται σήμερα στην ίδια του τη χώρα. Σίγουρα έχει μετασχηματιστεί σε σύμβολο, σε χαρακτήρα της αγιοσύνης. Μνημειώνεται και λατρεύεται, γίνεται πια μακρινός γιατί η δημιουργία ενός «μύθου» δεν ευνοεί και τη συνομιλία με το έργο ενός συγγραφέα που κατάφερε στην εποχή του και διαπερνώντας τον καιρό να  καθρεφτιστεί στο έργο του ο βαθύς πυρήνας του μυστηριώδους τοπικού μας ψυχισμού.     

Αναρωτιόμουν αν θα υπήρχε ένα άλλο επίγραμμα, που να τον εκφράζει και να τον  αποδίδει  με οικουμενική εμβέλεια, που περιέχει και αυτούς, τους ξένους μέσα ιδιαιτερότητά του. Πλάνητας, ασκητής, μποέμ, ποιητής των στοιχειωμένων τόπων, των κρουσμάτων, των κροτισμάτων,  ταλαντευόμενος ανάμεσα στο πάθος να ασκητέψει και να παραμένει στο έργο του βαθειά ερωτικός...


Τι θα γινόταν αν… Τι θα γινόταν αν τους είχα πλησιάσει;  Αν τους μιλούσα για τη  «Γιορτή της Μπαμπέτ» της δικής τους  Κάρεν Μπλίξεν, τις κόρες του εφημέριου – κι αυτός παπαδοπαίδι ήταν – την φτώχεια τη στέρηση στο σπιτικό τους, την ανέλπιστη κληρονομιά της υπηρέτριας και τη δική του θεία Αχτίτσα, τη επιταγή που κατάφερε να εξαργυρώσει, όπως η Μπαμπέτ εξαργύρωσε με μιας όλη της την κληρονομιά…

 


Φυσικά δεν λύνονται οι λογαριασμοί κάτω από μια μαρμάρινη πλάκα. Όλες οι προσεγγίσεις, όλες οι αναγνώσεις έχουν ένα μερίδιο από την αλήθεια του αναγνώστη αλλά και μια αφορμή από το έργο του συγγραφέα. Προσεγγίσεις ακαδημαϊκές και προσεγγίσεις της μνημόνευσης – ποιος δεν γνωρίζει το «όποτε σας βρίσκει το κακό αδελφοί, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό, μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη;» Μνημόνευση που μετατρέπει το λόγο του από κείμενο σε αγγελικό τεριρέμ.

 

Θα ήθελα  να στηρίξω με την εργασία μου εδώ την θέση ότι ο Παπαδιαμάντης είναι αξιανάγνωστος και ανεξάντλητος και στην εποχή μας. Και τούτο γιατί οι εικόνες και οι  χαρές της ανάγνωσης, οι θησαυροί που  ανασύρει κανείς από το βυθό του έργου του  μπορούν να χορτάσουν τη φαντασία και του σημερινού αναγνώστη, μπορούν να λειτουργήσουν παραμυθητικά όχι ως ακατάληπτα  ξόρκια αλλά ως ζωντανές μορφές που τινάζουν από πάνω τους τη σκόνη του χρόνου και αστράφτουν με τη βάσανο της ερμηνείας.

Θα αναπτύξω εδώ το φαινόμενο των συμβολικών δρακοντοκτονιών σε τρεις περιπτώσεις. Πρόκειται για τη δοκιμασία στην οποία υποβάλλονται ένας λογοτεχνικός χαρακτήρας του Παπαδιαμάντη που αποδυναμώνεται ψυχικά και κοινωνικά επειδή λόγω των συνθηκών ή εκ γενετής τραυματίζεται η ικανότητά του της ομιλίας. Αναγκάζεται τότε, για να ξεπεράσει την αδυναμία του να  καταγάγει έναν αγώνα και να νικήσει ένα συμβολικό δράκο. Δεσίματα του λόγου λοιπόν και συμβολικές δρακοντοκτονίες.   

Για τους γυναικείους χαρακτήρες υπάρχει ανάλογο φαινόμενο αποδυνάμωσης με στέρηση της ομιλίας. Η ευφράδεια ή η πολυλογία των ηρωίδων  σαγηνεύουν αλλά απειλούν. Εμβληματικές  οι περιπτώσεις της Χαδούλας στη «Φόνισσα», της Πολυλογούς στο «Έρωτας στα χιόνια» και της Λιαλιώς στη «Νοσταλγό»,  που η ομιλία της οδηγεί τη βάρκα. Κάποιες ηρωίδες «χτυπιούνται» με παθήσεις του λόγου, περιδένονται συμβολικά, μένουν έγκλειστες όπως για παράδειγμα η Γιάνναινα στην «Χτυπημένη». Άλλες  καταφέρνουν να αποδράσουν  όπως η Τσούλα («Καμίνι»), ή η Λιαλιώ («Νοσταλγός»). Η στέρηση της ομιλίας οδηγεί στο μαρασμό και στο θάνατο, όπως η σύζυγος του Τριαντάφυλλου στο  «Με τον πεζόβολο» ή  η  Γιάνναινα, η «χτυπημένη». Για αυτά παραπέμπω στο εκτενές άρθρο «Τα πάθη της Ταραντέλας στη Σκιάθο του Παπαδιαμάντη» τεύχος Δεκεμβρίου 2014, του περιοδικού Οροπέδιο.

Δεν είχαν περάσει  απαρατήρητοι οι συσχετισμοί της εποχής – εγκέφαλος – σκέψη – ομιλία, έννοιες στο μεταίχμιο πριν την ψυχανάλυση. Τούτο φαίνεται στην γλαφυρή περιγραφή του εγκεφάλου της υστερικής αδελφής Σιξτίνας στη «Γυφτοπούλα» που εθελοντικά περισφίγγει στο στόμα της και εμποδίζει την ομιλία.  Μετά το 1892 δημοσιεύεται η μελέτη του Φρόιντ για τη μελέτη των αφασιών. Βρισκόμαστε στην εποχή που οι νευρολόγοι μελετούν τον ανθρώπινο εγκέφαλο, εντοπίζουν κέντρα διαφόρων λειτουργιών και ερμηνεύουν τις παθήσεις – την αφασία εν προκειμένω – σαν αποτέλεσμα τραύματος ενός κέντρου ομιλίας στο αριστερό ημισφαίριο. Είχε πραγματοποιηθεί μάλιστα κρανιοτομή σε ασθενή που είχε υποστεί κρανιακό κάταγμα και εμφάνιζε αφασία ώστε  να αποσυμπιεστεί το κέντρο του Broca και να ξαναμιλήσει.  Ο Φρόυντ, επί δεκαπέντε χρόνια νευρολόγος, έπαιζε στα δάχτυλα αυτές τις απεικονίσεις αλλά τις αμφισβητεί. Αμφισβητεί δηλαδή ότι το αιτιατό ζεύγος τραυματισμός – αφασία λειτουργεί και αντιστρόφως. Μπορεί όντως δηλαδή ο τραυματισμός να οδηγεί σε αφασία. Δεν είναι απαραίτητο όμως το αντίστροφο. Αυτές οι απόψεις, το να μην δέχεται κανείς την αποκλειστική και μονοσήμαντη λειτουργία των κέντρων του εγκεφάλου για να εξηγήσει τις ψυχικές λειτουργίες αλλά να θεωρεί ότι όλα αυτά, η λειτουργία του ανθρώπινου ψυχισμού της ομιλίας εν προκειμένω είναι αποτέλεσμα μιας πιο σύνθετης και συνολικής συνεργασίας ολόκληρου του εγκεφάλου και ποιος ξέρει τι ακόμα, έθεσε τις βάσεις της ψυχανάλυσης. Για να φτάσουμε 150 χρόνια μετά πάλι να αμφισβητούνται όλα με τη χημεία των νευρώνων – μια μηχανιστική ερμηνεία θα έλεγα του ψυχισμού που δεν είμαι σε θέση προσωπικά να καταρρίψω αλλά βλέπω τις αναλογίες της με την εποχή που την κατέρριπτε ο Φρόιντ. Εν πάση περιπτώσει τη μελέτη και τις εικόνες της ανθρώπινης ψυχής την είχε αναλάβει η λογοτεχνία, με την εκπληκτική περιγραφή των ψυχικών συγκρούσεων, των δομών που υπάρχουν σε αυτό το βάθος. Ο Αλ. Παπαδιαμάντης δεν ήταν μακριά από τους προβληματισμούς της εποχής του. Αναφέρομαι στη φιλία του με τον ψυχίατρο Σίμωνα Αποστολίδη και τον γιατρό Πέτρο Αποστολίδη (Παύλος Νιρβάνας) που είχε δώσει διάλεξη για τις μελέτες του Σαρκό στον Παρνασσό. Γνωστή η ευαισθησία του για τους ψυχικά ασθενείς, αναφέρεται στα βάσανά τους στο ποίημα για την Παναγιά την Κουνίστρα όπου προσέτρεχαν τέτοιες περιπτώσεις για θεραπεία.  Η μελέτη του Σίμωνος Αποστολίδη για τις ψυχώσεις υπάρχει στο διαδίκτυο σημαντική απεικόνιση του πνευματικού  περιβάλλοντος και των επιστημονικών ρευμάτων που περιβάλλουν τον Παπαδιαμάντη, στον κύκλο των φίλων του. Ακροβατούσαν και αυτοί ανάμεσα στη μηχανική, τη φυσιολογία, τη χημεία και τη λογοτεχνία για να αποσπάσουν το μεγάλο μυστικό, το πώς και γιατί νιώθει ο άνθρωπος αυτά που νιώθει, πώς και γιατί αποσυνδέεται από τον κόσμο κάποτε. Ποιος απελευθερώνει τα «δαιμόνια» που αποκτούν τον έλεγχο της υπάρξεώς του;




Τέτοια περίπτωση ψυχικής δομής, στα όρια της επιστήμης, αλλά με την ακαταμάχητη ισχύ των πεποιθήσεων συγγραφέα,  είναι πιστεύω και η μεταφορά του Δρά­κου της αλαλίας, του «θηρίου» που «δένει» τη φωνή, την ομιλία των ηρώων του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.

 

Η απώλεια της ομιλίας, τόσο πολύ συνδέεται με τη ζωτική ενέργεια ενός ανθρώπου, που η εκτόξευση σχετικής κατάρας θεωρείται ότι θα πλήξει τον εχθρό καίρια, εκτοξεύοντας αρνητικό ψυχικό δυναμικό: τὸ στόμα τους νὰ πιαστῇ!… νὰ βγάλουν τὴ φάγουσα.

Παρατήρησα, λοιπόν, μια συμπύκνωση, μια σκιά εκεί στην «άγνωστη» χώρα του εσωτερικού κόσμου, την αρνη­τική ψυχική μορφή του θηρίου που επιτίθεται και αποδυναμώνει τον ήρωα. Το θηρίο είναι ο δράκος, ο οποίος, όπως στα παραμύ­θια, ελέγχει τις πηγές του νερού και το θησαυρό. Στο παπαδιαμαντικό έργο είναι ο Άρχων του λόγου, με δεδομένη τη σχέση νερού, κρουνών, πωμάτων με την ομιλία. Η σύγκρουση και η λύση του προβλήματος έγκειται στο να τον αντιμετωπίσει ο ήρωας με μια συμβολική μονομαχία.  

 

Και στις τρεις περιπτώσεις που παρουσιάζονται, η συμβολική μάχη γίνεται υπό τη σκέπη μιας μητρικής, μιας θηλυκής αρχής που γαληνεύει, εμποδίζει να φτάσουν τα πράγματα στα άκρα, δαμάζει τον Δράκο, τον ενσωματώνει, μια και πρόκειται τελικά για πλευρά του ψυχισμού του ίδιου του ήρωα, και τον βγάζει από τη σκιά.

Στις εικονογραφικές αναπαραστάσεις Αη Γιώργη – Δράκου, υπάρχει συνήθως και η αλυσίδα με την οποία η βασιλοπούλα θα σύρει τον δράκο και θα τον φέρει στην πόλη. Υπονοείται δηλαδή ότι ο δράκος εξημερώνεται,  δεν φονεύεται.

Σε άρθρο του Παπαδιαμάντη στην εφημερίδα Ακρόπολη το 1892 περιγράφεται επακριβώς αυτή η σύγκρουση  Άη Γιώργη - Δράκου. Ήταν από τις προσφιλείς μυθοπλαστικές του εικόνες.   

«Και ιστορείται δια στίχων επικής απλότητος και ύψους, πως το θεριό εφώλιαζε σιμά εις την βρύσιν, πως απήτει περιοδικώς αιματηρόν φόρον, από τους κατοίκους της πόλεως, πως ερρίπτοντο κλήροι μέλλοντες ν’ αποφασίσωσι περί της δυστυχούς κόρης, ης θα ήτο η σειρά να χορτάση την αδηφάγον απληστίαν του φοβερού θηρίου, πως ο κλήρος έπεσεν επί την βασιλοπούλαν (την Αλεξάνδραν!) και πως ο Άγιος, εισακούσας τας δεήσεις των γονέων, επήλθε, ραγδαίος και αήττητος ιππεύς, εις βοήθειαν της δυσμοίρου νεάνιδος, πως εθανάτωσε τροπαιοφόρος τον απαίσιον δράκοντα, και πως, αναλαβών την βασιλοπούλαν εις τα κάπουλα του αλόγου του, την παρέδωκεν ασινή εις τους βασιλικούς γονείς της.»

 

Α. Περίπτωση Γουτού Γουπατού 

Πρόκειται για μια περίπτωση εκφοβισμού από νταήδες στην κοινωνία της Σκιάθου. Θύμα ο Μανώλης ο Ταπόης, ένας δυστυχής νέος, χωλός, κυλλός και μογιλάλος. Έπασχε από παράλυση από τη μια του πλευρά, υπερβολική δύναμη και μεγάλο χέρι σαν μάγγανον και μια ιδιαίτερα τραυματισμένη ομιλία, που ο Παπαδιαμάντης την καταγράφει και την μεταφράζει. «Η φθογγολογία του ήτο περιεργοτάτη, και εν αυτή επλεόναζον τα λαρυγγόφωνα, ως και τα σκληρά και ψιλά εκ των αφώνων. Γατί ονόμαζε το γατί, γατί το γιατί, γατί το χαρτί.»
Άλλο χαρακτηριστικό του Μανώλη είναι η υπερβολική αγάπη στη μητέρα του, τον μόνο άνθρωπο που του έχει μείνει στον κόσμο.
Η μορφή του είναι σχεδόν τερατώδης. Παραμορφωμένος, πάμπτωχος, με γλωσσοδέτη, είναι ο αποδιοπομπαίος τράγος του χωριού. Σχεδόν όλοι τον ειρωνεύονται εκτός από τα μικρά παιδιά που λένε τα κάλαντα. Τ
ο πραγματικό τέρας όμως,  είναι ο αρχηγός των μαγκών, ο ελεεινός Τσηλότατος. Ο Τσηλότατος εκφοβίζει τα μικρά παιδιά που θέλουν να πουν τα κάλαντα, και την υπεράσπισή τους αναλαμβάνει ο Μανώλης. Αποστολή που έχει τον χαρακτήρα δρακοντοκτονίας, αντιμετώπισης του θηρίου. Τούτο αφενός γιατί έχει τα χαρακτηριστικά της υπερά­σπισης των αδυνάτων που είναι σε κίνδυνο, αφετέρου γιατί ο Τσηλότατος περιγράφεται με μυθικό τρόπο, ως ο δράκος που ελέγχει το νερό.

Η ταύτιση του Τσηλότατου  με τον Δράκο αποκαλύπτεται όχι μόνο από την εμφάνιση και τη δράση του. Ήταν αποτρόπαιος σε εμφάνιση, τεράστιος, μελαμψός, αχτένιστος, τρομακτικός και αποτελούσε μάστιγα, μια και κανείς δεν περνούσε από εκεί, γραία, νοικο­κυρά ή πτωχή χήρα χωρίς να «φορολογηθεί»: Ἂν δὲν τοῦ ἔδιδε μερδικὸ ἀπὸ τὰ φουρνιάτικα ἡ Γαρουφαλιά, ἡ φουρναρού, δὲν τῆς ἐπέτρεπε νὰ ψήσῃ τὰ ψωμιά […]

Αυτό που τον κάνει να ταυτίζεται με τον Δράκο, όμως, και που υπογραμμίζει τη συμβολική σημασία της σύγκρουσης και την αποστολή του Μανώλη, είναι ότι συνδέεται με τον έλεγχο των πηγών του νερού: Εἶχεν ἀκούσει τοὺς παλαιοὺς μύθους διὰ τὰ θεριά, τὰ ὁποῖα ἐφώλευαν σιμὰ εἰς τὴν βρύσιν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ὑδρεύετο τὸ χωρίον. Ἐὰν ἐπέζη ὥστε νὰ γίνῃ εἴκοσιν ἐτῶν, ἐμελέτα νὰ ἐπιβάλῃ εἰς τοὺς κατοίκους, ὡς ἐτήσιον φόρον, ἕνα κορίτσι τοὐλάχιστον.

Η σύγκρουση του Μανώλη με τον Τσηλότατο είναι δύσκολη, γιατί είναι βέβαια δυνατός αλλά είναι και ημιπαράλυτος. Θα τα καταφέρει χάρη στη συνδρομή ενός παιδιού, που εγνώριζε τη γλώσσα του και θυμήθηκε την οδηγία που του είχε δώσει ο Μανώλης: Ἅα γῇς Τότατο μάμι μίμι, ἔα ντά, χέι τὸ ἀὸ χέι. Οδηγία ακολουθούμενη από την παπαδιαμαντική μετάφραση: Τουτέ­στιν· ἅμα ἰδῇς τὸν Τσηλότατο νὰ κοντεύῃ νὰ μὲ κάμῃ ψοφίμι, ἔλα κοντὰ νὰ μοῦ βάλῃς τὸ χέρι αὐτὸ (τὸ ἀριστερὸ) εἰς τὸν καρπὸν τοῦ ἄλλου χεριοῦ (τοῦ δεξιοῦ).

Έτσι, ο Μανώλης ο Ταπόης (Αϊ-Γιώργης) καταφέρνει να νι­κήσει τον Τσηλότατο (Δράκο) και κοντεύει να τον πνίξει από το δυνατό σφίξιμο του χεριού-μέγγενης.

Η συμπλοκή έχει δραματικό χαρακτήρα, γιατί φτάνει στα όρια του φόνου. Ευτυχώς,  ένα μέλος της αντίπαλης συμμορίας τον βοηθά να κατευνάσει τον θυμό του, με το να του θυμίσει τη μητέρα του που δήθεν κινδυνεύει. Αυτό δρα κατευναστικά και το δυνατό χέρι αφήνει τον λαιμό του Τσηλότατου. Η υπόμνηση της μητρικής παρουσίας, δηλαδή,  βοηθά τον Μανώλη να νικήσει τον Τση­λότατο, ευτυχώς χωρίς να τον σκοτώσει.




 

Β. Νίκη του θηρίου στο « Ἔρως - Ἥρως»

 

Στο « Ἔρως - Ἥρως», ο Γιωργής της Μπούρμπαινας καταφέρνει να υπερνικήσει το θηρίο εντός του, τον θυμό, την οργή του και την επιθυμία να διαπράξει φόνο, όταν μαθαίνει ότι η νεόνυμφη την οποία πρέπει να περάσει απέναντι με τη βάρκα του, με τον άντρα της, είναι η πρώτη του αγάπη, ο παιδικός του έρωτας, η Αρχοντούλα.

Δεν είναι μόνο το όνομα της κοπέλας Αρχοντούλα-Αρ­χοντοπούλα – πριγκίπισσα του παραμυθιού  που ανακαλεί την ιστορία του δράκοντος, ούτε το υγρό στοιχείο που εκδηλώνεται εδώ ως θαλάσσιο πέρασμα το οποίο φυλά με τη βάρκα του ο ίδιος. Είναι ότι παρομοιάζεται σαφέστατα με δράκον, από την αρχή του διηγήματος: ἐξαπλωμέ­νος ἐπάνω εἰς τὴν πρύμνην, μὲ μίαν βελέντζαν τυλιγμένος, βωβός, ἀκίνητος, μὲ ἀνοικτὰ τὰ ὄμματα, σπινθηρίζοντα εἰς τὸ σκότος, ὡμοίαζε μὲ τὸν δράκον τοῦ παραμυθιοῦ κατὰ τοῦτο, ὅτι ἐκοιμᾶτο μὲ ἀνοικτὸν τὸ ὄμμα.

Ονομάζεται όμως και Γεώργιος και είναι χαρακτηριστικό ότι έχει γάντζο – ένα καμάκι που τόσο μοιάζει με το δόρυ του Αγίου με το οποίο καμακώνει χταπόδια και το οποίο είναι τονισμένα δικό του αντικείμενο, γράφει ο Παπαδιαμάντης ότι έπεισε ένα γύφτο να του το φτιάξει από διάφορα παλιοσίδερα που βρήκε σε μια βάρκα. Ο τρόπος απόκτησης του γάντζου θυμίζει τον τυπικό τρόπο απόκτησης του βέλους, του ξίφους του ήρωα- υπάρχει ένας τεχνίτης που το κατασκευάζει – σύμφωνα με τον  Κάρλ Γιουνγκ στη «Μεταμόρφωση των συμβόλων», στην ανάλυση του ποιήματος του Λονγκφέλλοου για τον Χιαγουάθα, τον ινδιάνικο μύθο του ήρωα που σκότωσε ένα δράκο. Εδώ ο τεχνίτης είναι ο γύφτος, ένας σιδηρουργός. 

Δεν είναι όμως μόνο αυτό- δεν έχει μόνο το κοντάρι έχει και τον ίππο. Είναι ιππεύς. Έχει δική του βάρκα. Δεν είναι υπερβολική η αναλογία να αντιστοιχίσουμε το «θαλασσινό ονάριο» - παραπέμπω στα σχόλια του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου σχετικά με το τι ήταν ο κήπος του μπαρμπα Γιαννιού, ότι δηλαδή το «ονάριο» του μπαρμπα Γιαννιού ήταν βάρκα του. Επεκτείνουμε το συλλογισμό, η βάρκα του Γιωργή είναι ο ίππος του. Από τις περιγραφές της πλοήγησης, τον λεβέντικο τρόπο που κρατά το πανί κατά την αφήγηση, τον πύρο που κρατά σαν σπηρούνι με τα δάχτυλα των ποδιών, έτοιμος να τον τραβήξει, θυμίζει τη λεβεντιά του Αη Γιώργη ιππέα όπως τον περιγράφει ο Παπαδιαμάντης στο περίφημο εκείνο άρθρο στην Ακρόπολη  που αναφέρει  και ο Λάμπρος Καμπερίδης στο βιβλίο του  «Ιππεύς, ίππος δράκων» για τους Αηγιώργηδες του ζωγράφου Πέρρη Ιερεμιάδη.

Η ταύτιση με τον Δράκο –Δράκος και Γεώργιος είναι το ίδιο πρόσωπο–  όπως εξελίσσεται η αφήγηση, μετατρέπεται σε ισχυρότατη εσωτερική σύγκρουση και αιματη­ρή πάλη. Αρχικά θέλει να διακόψει τον γάμο και να κλέψει την Αρχόντω.

Η κατάσταση αυτής της σύγκρουσης, μοιάζει με το «χτύπημα», τη συσκότιση του νου και την παράλυση της γλώσσας

… ὅλα τοῦ ἐφαίνοντο ἀσυνάρτητα, ἀκατάληπτα καὶ βόμβος ἄναρθρος ἤχει εἰς τὰ ὦτά του. Δι᾽ αὐτὸν δὲν ὑπῆρχε πλέον ᾆσμα οὔτε φθόγγος οὔτε ἦχος, ἱκανὸς νὰ ἐκφράσῃ τὸ τί ὑπέφερε.

 

Στη συνέχεια, αφού δεν έχει καταφέρει να κλέψει την νύφη  και γαμπρός πεθερά και Αρχοντούλα επιβιβάζονται όλοι στη βάρκα, έρχεται το επόμενο κύμα εσωτερικής σύγκρουσης, αυτό που τον φέρνει στις πύλες του Άδη σύμφωνα με τον Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλο στο «Δαιμόνιο μεσημβρινό» όπου περιγράφεται με όρους θεολογικούς αυτή η δοκιμασία. Η δραματική σύγκρουση – ο πειρασμός του ήρωα αφ΄ενός να πνίξει όλους τους επιβάτες ακόμα και την αγαπημένη του – , αφ’ ετέρου ο φοβερός αισθησιασμός του διηγήματος όπου φαντάζεται πως την έχει σφιχταγκαλιασμένη μέσα στο νερό, αδιαφορώντας για τους άλλους και κολυμπά για να την σώσει να μην πνιγεί, φτάνουν και οι δυο βρεγμένοι με τα ρούχα κολλημένα πάνω τους σαν γυμνοί και της λέει να πάει σε μια σπηλιά να αλλάξει και θα της φέρει ξερά φύλλα να σκεπαστεί. Φέρνει στο νου την εικόνα των πρωτοπλάστων, την πτώση την συναίσθηση της γύμνιας και τον όφιν, το φίδι  τον πειρασμό που είναι υπεύθυνος για όλα αυτά – τον Δράκο, το απόλυτο κακό.

Η σύγκρουση του Γιωργή-Ήρωα με τον Γιωργή-Δράκο κορυφώνεται όταν, στη φαντασία του, καταπληγωμέ­νος, ἀφρίζων, αἱματωμένος, ἄγριος, θ᾽ ἀπαντᾷ εἰς τὰ κτυπήματα τῶν λυσσασμένων και εντέλει διευθετείται με μια ειρήνευση, όπως και εις την περίπτωση του Μανώλη, αφού η μορφή της μητέρας του θέτει τέρμα στη νοερή σπαρακτική αντιπαράθεση και ο φόνος αποφεύγεται:

Ἔξαφνα εἶδε νοερὰν ὀπτασίαν, τὴν μορφὴν τῆς μητρός του τῆς Μπούρμπαινας, ἐναέριον, παλλομένην. Ἐτράβα τὰ μαλλιά της κλαίουσα καὶ τοῦ ἔλεγε: «Ἄχ! γυιέ μου! γυιέ μου! Τ᾽ εἶν᾽ αὐτὸ ποὺ θὰ κάμῃς;» Ἔκαμε κρυφὰ τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ ἐπὶ τῆς καρδίας, ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὸ ὑποκάμισόν του. Ἐνθυμήθη καὶ εἶπε τρεῖς φορὲς τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», ὁποὺ τοῦ τὸ εἶχε μάθει, ὅταν ἦτο μικρός, ἡ μήτηρ του, καὶ αὐτὸς ἔκτοτε τὸ εἶχε ξεχάσει. Εἶπεν: «Ἂς πάγῃ, ἡ φτωχή, νὰ ζήσῃ μὲ τὸν ἄνδρα της! Μὲ γειά της καὶ μὲ χαρά της!»

Ο Γιωργής, λοιπόν, καταφέρνει να νικήσει το εσωτερικό θηρίο με μια έσωθεν επίκληση της μητρικής στοργής, των αναμνήσεων και των χειρονομιών που του είχε διδάξει η μητέρα του… 

Η έξωθεν επίκληση της μητέρας εν κινδύνω, έστω και ως ψευ­δολογία, απέτρεψε και συγκράτησε τον Μανώλη από το να κάνει ένα μοιραίο φονικό. Το ίδιο και τώρα, το όραμα της μητρός. 

Όπως ο ήρωας τρέχει να σώσει την αρχοντοπούλα από το θηρίο, η μητέρα του, η γυναικεία παρουσία, η θηλυκή του πλευρά, σώζει τον ίδιο από την ανεξέλεγκτη εκδή­λωση του θυμού του.


Η νίκη αυτή προκαλεί την ηρωοποίηση που αναφέρει στο τέλος ο Παπαδιαμάντης

 

«έκλαυσε κ' εφάνη ήρως εις τον έρωτά του» 

 

 


 

Γ. «Η φωνή του Δράκου»

 

Ο τρίτος ήρωας του Παπαδιαμάντη που θα αντιμετωπίσει τον Δράκο είναι ο Κώτσος στη « Φωνὴ τοῦ Δράκου». Ένα παλικαράκι που η κακή του τύχη, τα κουτσο­μπολιά ή ο κακός υπολογισμός των ημερών κυήσεως έκαναν τον ναυτικό πατέρα του να αμφι­βάλλει για την εντιμότητα της συζύγου και  να τους εγκαταλείψει.  

Ο μικρός μεγαλώνει με τη μητέρα του, τη Σοφία, και τη με­γαλύτερη αδελφή της, την Κρατήρα, η οποία είχε αναλάβει να  προικίσει την αδελφή της, βοηθά στην ανα­τροφή του παιδιού και προσπαθεί να ξεπληρώσει το χρέος που έμεινε  από τα έξοδα της προίκας. Ο μικρός γίνεται, όπως και ο Μανώλης ο Ταπόης, θύμα χλεύης, πετροβολήματος από τα άλλα παιδιά που τον αποκαλούν «μούλο», νόθο. Παρά την προσπά­θεια και τα τεχνάσματα της θείας του να τον παραπλανήσει για το νόημα αυτής της λέξης, να τον καθησυχάσει, ο μικρός ζει σε μια κατάσταση αγριότητας και επιζητεί διαρκώς τη φυγή στα βράχια,  στα υψώματα, την αναρρίχηση στα δέντρα.

 

Η μητέρα του εί­ναι απούσα από την ανατροφή του. Άφωνη ουσιαστικά, εφόσον δεν υπερασπίζεται τα δικαιώματά της και τα δικαιώματα του παιδιού της. Η αφωνία - αποδυνάμωση της μητέρας επισφραγίζεται με τον πρόωρο θάνατό της. Η σύγχυση των νοημάτων, ως βοή, έρχεται στο προσκήνιο της ιστορίας με τις παρελκυστικές απαντήσεις που δίνει στον Κώτσο η θεία του, η Κρατήρα, για το νόημα της λέξης «μούλος» με την οποία τον φωνάζουν τα παιδιά:

Από την σύγχυση μέχρι την κατάρα που εκτοξεύει η θεία του στα παιδιά που τον χλευάζουν, γίνεται φανερή μια διάθεση να κλείσουν τα στόματα του εχθρού, μάχη στο επί­πεδο της παθολογίας του λόγου:

—Τὸ στόμα τους νὰ πιαστῇ!… νὰ βγάλουν τὴ φάγουσα, ναί! ἤρχισε νὰ καταρᾶται […], ἡ Κρατήρα.

 Το πιάσιμο του στόματος, το χτύπημα, η βωβότης, είναι ένας αρχέγονος φόβος που προκαλεί ο Φύλακας των Νερών και της Φωνής, το στοιχειό της Σπηλιάς, ο Δράκος που βρίσκεται κοντά στο χωριό. Περιοχή αγριότητας, ερειπίων, μια στοιχειωμέ­νη περιοχή όπου καταφεύγει ο μικρός Κώτσος, μια και ο οι­κογενειακός κι ο κοινωνικός ιστός που όφειλε να τον περιέχει έχει διαρραγεί. Η εγκατάλειψη από τον πατέρα, η ασθενής και άφωνη μητέρα, ο απών δάσκαλος που δεν τον προστατεύει, τον τιμωρεί όταν δεν φταίει ή δεν τον τιμωρεί άλλοτε όταν φταίει, τα παιδιά που τον χλευάζουν και τον πετροβολούν. Η σπηλιά, όπου αναζητά καταφύγιο ο Κώτσος, κρύβει τον μύθο ενός δράκου, με στοιχειά και κρούσματα στην επικράτειά του, και έναν αράπη με θησαυρούς. Παρά τους κινδύνους, τις φήμες και τους θρύλους που κυκλοφορούν, παρά τις προσπάθειες της θείας του να τον αποτρέψει, ο Κώτσος επιμένει να αντιμετωπίσει τον Δράκο ελπί­ζοντας να ξεφύγει την προσοχή  του στοιχειού, του Αράπη στο Κρύο Πηγάδι, με τα φλουριά του οποίου ονειρεύεται ότι θα πάρει μέχρι και ένα τρικάταρτο μπρίκι, όπως ο πατέρας του ο ναυτικός, αψηφώντας το ενδεχόμενο της αφωνίας και της παραλυσίας –το πλήγμα που μπορεί να επιφέρει ο Δράκος στα θύματά του.

 

Εις το Κρύο Πηγάδι πολλοί διηγούντο ότι είχον ιδεί να κάθεται πλησίον ένας Αράπης, με την τσιμπούκα του. Διάφορα πλάσματα, χωριατόπουλα, τσομπανόπουλα και βοσκοπούλες, είχαν «χτυπηθεί» διότι ευρέθησαν εις κακήν ώραν σιμά στο Κρύο Πηγάδι. Η Καμπαναχμάκαινα, ποιμενίς προβάτων, και μήτηρ δέκα παιδιών, είχε πάθει την νύκτα από αφωνίαν και παραλυσίαν.

 

Σε αυτή την ιστορία όλα τα στοιχεία της δρακοντοκτονίας είναι παρόντα και ένα ακόμα. Η αναρρίχηση.  Ο μικρός Κώτσος αναρριχάται. Αναρριχάται σε δέντρα, σε βράχια σε βουνά να φύγει όσο γίνεται πιο μακριά από τη γη, για να αποφύγει την καταλαλιά. Αυτό το στοιχείο, σε συνδυασμό ότι θέλει να διαλάθει της προσοχής του αράπη και να κλέψει το θησαυρό του, την κάνει τη διαφορά από τις συνήθεις δρακοντοκτονίες. Τα μοτίβα αυτά αναλογούν πολύ έντονα με ένα αγγλικό παραμύθι  του 18ου αιώνα, το «Τζακ και τη φασολιά».   Ο μικρός Τζακ που πουλά την αγελάδα – έχουν οικονομικά προβλήματα στο σπίτι – παίρνει αντί για φλουριά φασόλια, φυτεύει ένα φασόλι και φυτρώνει μια γιγάντια φασολιά δίπλα στο σπίτι του. Σκαρφαλώνει, σκαρφαλώνει φτάνει στην επικράτεια ενός δράκου κλέβει μια κότα, ξανακλέβει κάτι που του ζητά η μητέρα του… τέλος πάντων ο δράκος τον κυνηγά και κόβουν τη φασολιά και πέφτει.
Το παραμύθι ωστόσο φαίνεται ότι είναι πολύ αρχαιότερο και έχει ταξινομηθεί με τον κωδικό
ATU 238, «το αγόρι που ήθελε να κλέψει τον θησαυρό του δράκου».

Στο παραμύθι ο δράκος δεν είναι φίδι, είναι ogre, ένα θεριό, γίγαντας/ δράκος, ο αράπης  που τρώει και ανθρώπους. Δράκος ονομάζεται στη γλώσσα μας αδιακρίτως.  Ο Παπαδιαμάντης λέει τη  σπηλιά «σπηλιά του δράκου» και το στοιχειό το λέει αράπη.

Στη σύγκρουση του Κώτσου με το δράκο όταν μπαίνει στη σπηλιά  συνειδητοποιούμε  ότι ο δράκος είναι τελικά ο εαυτός του. Η  θεία του του εξηγεί, εκλογικεύει την εμπειρία του μέσα στη σπηλιά. Αυτό  που σου στέλνει η φωνή του δράκου είναι αυτό που εσύ θέλεις να ακούσεις. «Μούλο» φοβάσαι ότι θα σου πουν, «Μούλο» ακούς, «το χρέος» θα ακούσει εκείνη αφού το χρέος φοβάται και αντιστοίχως οι υπόλοιποι, ο καθένας έχει ένα θεριό μέσα του που φοβάται...

Στη μέση της ιστορίας, μαθαίνουμε το θάνατο του Κώτσου. Με δραματικό τρόπο, ο ήρωας  σκοτώνεται και εδώ με πτώση, όπως ο γίγαντας του παραμυθιού.  Του ξεφεύγει το χέρι που κρατούσε το κλαδί ενός δέντρου και γκρεμίζεται.  
Ποιος νικά και ποιος νικιέται εδώ; Η καταπραϋντική δύναμη της θείας δεν ήταν αρκετή για να συγκρατήσει το θυμό του ήρωα/δράκου. Ο θυμός ευθύνεται για το ατύχημα, για το θάνατο. Και όμως ο δράκος μπορούσε να νικηθεί. Ίσως μια άλλη φορά. Σε μια άλλη ιστορία.

 
Σε κάθε περίπτωση  - η δημιουργική ανάγνωση του Παπαδιαμάντη – είναι αχανής και ανεξάντλητη. Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος είχε πει ότι μπορεί να αρκεστεί σε αυτόν από όλους τους συγγραφείς και να περάσει τη ζωή του μαζί του και από τους ποιητές αντιστοίχως με τον Σολωμό.  Αποκαλύπτει στον αγαπητικό αναγνώστη ένα πλούτο συμβολικών περιγραφών και βάθους των συγκρούσεων, μια μελέτη της ανθρώπινης ψυχής σε όλο της το μεγαλείο, ιδίως όταν τραυματίζεται, τις περισσότερες φορές δηλαδή.

 

 

 

 Δημοσιεύτηκε στον τόμο της Φιλολογικής Πρωτοχρονιάς 2021

 

Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2022

Ως εάν η Κύπρος είναι το νεκρό σώμα, της Πόλυς Χατζημανωλάκη, για το "Μ΄ ευλάβεια και με λύπη", του Λεύκιου Ζαφειρίου

 


“Με ευλάβεια και λύπη”, ένα σπάραγμα στίχου από το Καβαφικό ποίημα η Κηδεία του

Σαρπηδόνος, επιλέγει ο Λεύκιος Ζαφειρίου να ονομάσει τη συλλογή διηγημάτων του

που κυκλοφόρησε προσφάτως. Ο αναπότρεπτος θάνατος όπου ο Δίας δεν μπορεί να

επέμβει. Μένει μόνο η απόδοση των ταφικών τιμών στο αγαπημένο σώμα.

Ως εαν η Κύπρος είναι το νεκρό “σώμα” και ο συγγραφέας εν αδυναμία μπροστά στις

θανάσιμες χαρακιές της ιστορίας. Αντί να καθαρίσουν όμως όπως στο ποίημα “από τις

σκόνες και τα αίματα” οι πληγές, επανέρχονται εφιαλτικά οι εικόνες. Ξαναζεί την

ιστορία αφηγούμενος προσωπικές μαρτυρίες είτε μαρτυρίες άλλων. Όλα συγχέονται

μεταξύ τους, ποιος τα έζησε, ποιος τα είπε σε ποιον και ποιος τα μετέφερε,

επαναλαμβάνοντας εσαεί το δράμα, μνημειώνοντας και αποτίοντας τιμές στον

αγαπημένο νεκρό.




Βραβευμένος από την Ακαδημία Αθηνών για το “Ο βίος και το έργο του Ανδρέα

Κάλβου”, αναγνωρισμένος ποιητής της γενιάς της εισβολής με πλούσιο ποιητικό έργο,

συγγραφέας του αφηγήματος Οι συμμορίτες για την δράση των παιδιών στον

απελευθερωτικό αγώνα κατά των Άγγλων στην Κύπρο, ο Λεύκιος Ζαφειρίου με το έργο

του συνθέτει τον κόσμο της πατρίδας του, ταυτίζεται ψυχή τε και σ ώ μ α τ ι μαζί της.

Της παραχωρεί πολυτραυματισμέντο σώμα του. Ενα αυτοκινητιστικό δυστύχημα καθ'

όδον προς το Ριζοκάρπασου όπου δίδασκε τους λιγοστούς εγκλωβισμένους

Ελληνοκύπριους μαθητές στο Γυμνάσιο και δεν πρόκειται πλέον πια για λογοτεχνική

μεταφορά. Οι ταλαιπωρίες από την εξάντληση, οι αφόρητοι πόνοι από τατραύματα, οι

ανακρίσεις στα Κατεχόμενα. Σωματοποιημένη μεταξύ μνήμης και λήθης η κάθοδος στον

Άδη του Λεύκιου στα όρια της απώλειας της συνείδησης, ένα συγκλονιστικό παιχνίδι της

μοίρας που ενοποιεί το σώμα του και το κείμενό του. Αριστουργηματικός λόγος εν

υπνώσει, σε απόσταση και εξ επαφής με την πραγματικότητα. Συγκλονισμός στην

εμπειρία στης ανάγνωσης και της πρόσληψης ακόμα και όταν για τον Ελλαδίτη

αναγνώστη δεν είναι τόσο γνωστά τα γεγονότα...

Αφηγήσεις για το ανεπίστρεπτο, το ανεπανόρθωτο που καταργούν το χρόνο: εμπειρίες

από τη φοιτητική ζωή, από τις ταραχές πριν την εισβολή, κηδείες με τις λάμπες λουξ στο

νεκροταφείο της περιοχής – και την εποχή της αποικιοκρατίας αλλά και μετά, σκελετοί

σε ομαδικούς τάφους, φωτογραφίες αγνοουμένων, εικόνες απώλειας και ερήμωσης της

Αμμοχώστου, οι σελίδες των σχολικών βιβλίων που σχίζονται από τη λογοκρισία των

δυνάμεων εισβολής, ημερολόγια που παλινδρομούν καταργώντας το χρόνο...

Μικρές ιστορίες ανθρώπων που ξετυλίγουν το μπερδεμένο κουβάρι τους στον καμβά της

μεγάλης ιστορίας... Μπαρ ο Μαύρος Γάτος, το επιβατικό Ρέθυμνο με τους εθελοντές

Κύπριους... Τα ονόματα των χωριών αλλαγμένα να μην θυμίζουν τίποτα ελληνικό.

Λαϊκά πανδοχεία ύπνου, το μαυροπούλι ο Πίνδαρος που αναγκαστικά το εγκαταλείπουν

οι κύριοί του στην εκκένωση της Αμμοχώστου. Όπως ο παπαγάλος που απάγγελλε

Όμηρο και αυτός είχει μείνει πίσω τότε στο Γυμνάσιο της Αμμοχώστου στο διήγημα του

συμπατριώτη του Νίκου Νικολάου Χατζημιχαήλ.

Τα πουλιά στο ρημαγμένο σπίτι της εγκλωβισμένης κυρίας Νιόβης, η μοναξιά και η

επιμονή της να μην εγκαταλείψει τον τόπο της...

Στην αποστασιοποιημένη γλώσσα της λήθης ενθυλακωμένη η τρυφερότητα ενός

χαμένου χρόνου. Η παιδική ηλικία. “Ένα παιδί που διασχίζει την ομίχλη”, ένα παιδάκι

που κλαίει στο σκοτάδι στην ανεμόσκαλα ενός πλοίου. [Ο αφηγητής ως παιδί με τα

πουλιά, στους Συμμορίτες, ζητά από τη μάνα του να τον πάρει από το σχολείο την πρώτη

μέρα – “τσίου μανούλα μου, πάμε να φύγουμε”.]

Ο θάνατος του παιδιού – του θανάτου του εγκλωβισμένου τετράχρονου Αλέξανδρου –

που συντρίβεται στις μυλόπετρες της ιστορίας. Από την πλευρά του κοριτσιού στην

αφήγηση για τον Αυξεντίου, η ψυχολογική βία που είχε δεχτεί η μικρή Βασιλική από το

Φικάρδου, ένα χωριό κοντά στο κρησφύγετο του ήρωα, από τους πάνοπλους στρατιώτες

που την ανέκριναν. Η έφοδος του αποικιοκρατικού στρατού στο οικοτροφείο με τα

μικρά παιδιά. Λόγχες που καρφώνονται στα παιδικά στρώματα- ανήμπορες οι

δεσποσύνες που τα φρόντιζαν - κραυγές στην ξένη γλώσσα, να γιατί δεν την έμαθα ποτέ

αυτή τη γλώσσα ομολογεί, χρόνια μετά, ο συγγραφέας.


Πόλυ Χατζημανωλάκη


info: Με ευλάβεια και λύπη

Λεύκιος Ζαφειρίου

εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2013

σελ. 208

Τιμή  €12, 78


Δημοσιεύτηκε στην Αυγή την Τρίτη, 15 Απριλίου 2014

Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2021

Λιάνα όπως Λιόλια (σκέψεις μετά την παράσταση Τα τρία φιλιά... η σταχτιά γυναίκα)  

Θυμάμαι ένα εξαιρετικό κείμενο του Μάρκου Μέσκου, που αναφερόταν στην Ιωάννα Καρυστιάνη και πώς εκείνος, από την κυρία Κατάκη της, μπορούσε σαν επίμονος κηπουρός να ξεβοτανίσει και να αναδείξει όλο το μετέπειτα έργο της.  Υποθέτω και αυτό που δεν είχε ακόμη γράψει, θα μας έλεγε αν ζούσε. Τον είχα ζηλέψει για αυτή τη ματιά, τον είχα θαυμάσει οπωσδήποτε για τη δεξιοτεχνία του και τη ματιά του, κυρίως όμως γιατί έδειξε ότι "γίνεται", ότι αυτό το θαύμα ενυπάρχει, είναι εν υπνώσει στο έργο ενός σπουδαίου συγγραφέα, να μπορείς δηλαδή σαν σε ολογράφημα,να αναδείξεις από μια μικρή γωνίτσα του έργου το σύνολο. 
Αυτά σκέπτομαι μια μέρα μετά που παρακολούθησα την παράσταση "Τα τρία φιλιά/η σταχτιά γυναίκα" της Σοφίας Φιλιππίδου στο Θέατρο Μεταξουργείο. Μια παράσταση διασκευή δύο έργων του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, του περισσότερο γνωστού σε μας συγγραφέα της Κερένιας Κούκλας, του συγγραφέα που έζησε ένα διάστημα ως προστατευόμενος της πριγκίπισσας Σίσσυ στην Αυστρία όταν ήταν φοιτητής. Εγώ τον γνώριζα από την Κερένια Κούκλα το μνημειώδες έργο του που είχα την ευκαιρία να το διαβάσω σε εκδόσεις Βίπερ τότε που είχε κυκλοφορήσει τη δεκαετία του 70, και αν δεν με απατά η μνήμη μου το εξώφυλλο ήταν πορτοκαλί γράμματα σε άσπρο φόντο, ένας υπαινιγμός λέω τώρα για το κερί, το χρώμα του μωρού, της κερένιας κούκλας  που στοίχειωνε το ζευγάρι - το Νίκο και την όμορφη Λιόλια - που είχαν πλέξει τον έρωτά τους ενώ η Βιργινία, η σύζυγος του Νίκου έλιωνε από το χτικιό.  Δυο έργα του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, του 1894-η σταχτιά γυναίκα και του 1909 τα τρία φιλιά, από τα οποία η Σοφία Φιλιππίδου αλιεύει, αντλεί, δημιουργεί μια κερένια κούκλα, μια κούκλα χειροποίητη από την ίδια - αυτή τη φορά από πανί, το νεκρό μωρό που έρχεται και στοιχειώνει το ζευγάρι που μετά το θάνατο της Βιργινίας - της Δόρας - ζει πια τον έρωτά του και παντρεύεται... Έτσι φαίνεται να ολοκληρώνεται η πλοκή μια και στα τρία φιλιά, ζούμε τη δυναμική ενός ερωτικού τριγώνου, του έρωτα της Δόρας και του  εύελπι Φαίδη και τις παράνομες συναντήσεις τους με τη βοήθεια της αγαπημένης φίλης Λιάνας, τον κρυφό ανεκπλήρωτο έρωτα της Λιάνας για τον Φαίδη και τον βαθύτερο έρωτα του Φαίδη για τη Λιάνα ενώ παντρεύεται τη Δόρα. Το χτικιό που μαθαίνουμε ότι έχει η Δόρα και την αυτοκτονία της ώστε να μπορέσουν να ζήσουν τον έρωτά τους - δηλώνει όμως ότι η παρουσία της θα τους στοιχειώνει για πάντα... Η Λιόλια ( της κερένιας κούκλας) η Λιάνα (στα τρια φιλιά) είναι το τρίτο πρόσωπο που η Σοφία Φιλιππίδου μεταμορφώνει σε τραγικό,  συγκολλώντας την ιστορία με τη Σταχτιά γυναίκα. 
Μια παράσταση που καθηλώνει  - ήταν απολαυστικές οι ερμηνείες των ηθοποιών - φρέσκιες φρέσκιες και ειλικρινείς, παιδιά που μόλις αποφοίτησαν από θεατρικές σχολές και ερμηνεύουν με συγκλονιστική σοφία φαίνεται η σκληρή δουλειά της σκηνοθεσίας αλλά και το ψυχικό υπόβαθρο για να ανταποκριθούν σε τέτοιο βάρος. Εύγε στις Αναστασία Ιθακησίου Βίκυ Μαϊδάνογλου και στον Κωνσταντίνο Χειλά που είχε το ρόλο του εύελπι. Παρά τη διασκευή της Σοφίας Φιλιππίδου το κείμενο του Χρηστομάνου, ο ιπποτικός έρωτας και το ιψενικό τρίγωνο με ευελιξία και ρομαντική ευφράδεια που πηγάζει, ξεχειλιζει στους διαλόγους από το δέκατο ένατο αιώνα είναι μια παγίδα για κλισέ που οι ηθοποιοί με επάρκεια παρακάμπτουν. Ο λόγος πλάθεται από την ερμηνεία και έρχεται φρέσκος και ζωντανός στην εποχή μας, κρατά το ενδιαφέρον του θεατή αμείωτο, συντελεί σε ένα εκπληκτικό δρώμενο με την αναγκαία κάθαρση - τη δημιουργία της κερένιας κούκλας που έρχεται με το δεύτερο μέρος. Εύγε στη Σοφία Φιλιππίδου που μελέτησε, ανέπλασε όπως ο Μάρκος Μέσκος, δημιούργησε ένα νέο έργο από τη συνένωση των δύο, μια προφητική κερένια κούκλα, ένα αριστούργημα κριτικής ανάγνωσης και δημιουργικής εκπλήρωσης στη γραφή.  Τα σκηνικά όπως πάντα χειροποίητα δικά της όπως και τα κοστούμια, προσεγμένα, υπαινικτικά, λιτά και χορταστικά. 
Εύγε στον υπεύθυνο της Μουσικής, το Μιχάλη Βρέττα ήταν συγκλονιστική η μουσική,μερικές φορές έμπαινε σε διάλογο με τη φωνή, με τις κραυγές. Δεν ξέρω αν ήταν επιλογή η πρωτότυπη σύνθεση, πάντως ήταν εξαιρετική.  Τους ηθοποιούς τους έχω ήδη συγχαρεί, ήταν τυχεροί που στην αρχή της σταδιοδρομίας τους ευτύχησαν να έχουν γευτεί ένα τέτοιο βάθος συνεργασίας.  Εννοείται συνιστώ ολόψυχα να παρακολουθήσετε την παράσταση στο θέατρο Μεταξουργείο, Ακαδήμου 14, για τέσσερις ακόμα Παρασκευές, απόγευμα και βράδυ. (από 26/11 ως και 17/12)  Πόλυ Χατζημανωλάκη  Virus-free. www.avg.com

Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2021

ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΛΟΣ: χρονικό μιας δοκιμασίας, ηλεκτρονικό βιβλίο ελεύθερο στο διαδίκτυο

Καλοί μου φίλοι, το καινούργιο βιβλίο μου, "Άγγελος Καλός: το χρονικό μιας δοκιμασίας" είναι έτοιμο για μεταφόρτωση. Είναι στην απλούστερη δυνατή μορφή ηλεκτρονικού βιβλίου, σε μορφή pdf.  Σας προσκαλώ να το κατεβάσετε, είναι δωρεάν άλλωστε, να το διαβάσετε, εν πάση περιπτώσει  να το ξεφυλλίσετε από το τέλος προς την αρχή, από τη μέση  και να μοιραστείτε τις διαδρομές.  Αποφάσισα να το εκδώσω, λίγο πριν το τέλος των ανοσοθεραπειών. Σε κάθε περίπτωση εδώ που βρέθηκα η διαδρομή δεν έχει τέλος, καλύτερα να πούμε κρατά όσο και η ζωή. Και αυτό είναι ένας άλλος τρόπος, μια μαρτυρία ότι ζωή υπάρχει πάντα και μπορούμε να της δίνουμε νόημα από όποια πλευρά της "τύχης" και να βρισκόμαστε. Εδώ εγώ μιλώ για τη ζωή με τη θεραπεία και τον καρκίνο, μια διαδικασία που μοιράστηκα εδώ και ένα χρόνο χωρίς κλινικές λεπτομέρειες αλλά δημιουργώντας σχέσεις και βιώνοντας την αγάπη και τη δημιουργία και αυτό είναι κάτι που συνεχίζεται.
Σκέψεις, αισθήματα, συναισθήματα και κυρίως μια μεταμόρφωση, μια συμφιλίωση με την ίδια τη ζωή και τους ανθρώπους.  Μια συμφιλίωση, ο Άη Γιώργης και ο Δράκος, είναι ο καλός Άγγελος, η διφυής μορφή (το καλό και το κακό) που συναντάμε την κάθε μέρα. Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στη Μέλπω Αξιώτη, τη χρυσαλλίδα της γραφής και της ζωής. < Ο σύνδεσμος από όπου κατεβάζετε εδώ: https://drive.google.com/file/d/1NkcBwLyTpelno3aX8X0ic9bcu8Xl4Xxd/view?usp=sharing Ελπίζω το μοίρασμα να είναι καλοδεχούμενο.  Οποιαδήποτε αναγνωστικά σχόλια ή κριτικές είναι δεκτά εδώ στην εικόνα ή στο μέσεντζερ.  Πόλυ Χατζημανωλάκη 

Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2021

Τα φαντάσματα του Παπαδιαμάντη

 * Δεν πάει καιρός που ξαναδιάβασα τα Ρόδιν' ακρογιάλια του Αλ. Παπαδιαμάντη με αφορμή τις συναντήσεις μας της Λέσχης Ανάγνωσης του Εύμαρου. Ένα "κοινωνικό μυθιστόρημα" που το προσέγγισα για πρώτη φορά πριν είκοσι χρόνια μια και ο Λάκης Προγκίδης το είχε περιλάβει ως παράδειγμα στο βιβλίο του για την κατάκτηση του μυθιστορήματος, (από τον Παπαδιαμάντη στον Βοκκάκιο). Ένα εξαιρετικό βιβλίο όχι μόνο για τις απόψεις του συγγραφέα για το μυθιστόρημα και τον Παπαδιαμάντη - εν προκειμένω και όσον αφορά τα Ρόδιν' ακρογιάλια δεν συμφωνώ με την ανάγνωσή του - αλλά δεν έχει σημασία γιατί τι θα πει δεν συμφωνώ, συμφωνώ με κάποιες διαπιστώσεις, δεν συμφωνώ με τις γενικεύσεις, βλέπω θαρρώ κάποια πράγματα που εκείνος δεν αναφέρει... ωστόσο το βιβλίο είναι θησαυρός ως αποτύπωση της σπινθηροβόλας σκέψης του συγγραφέως (Λ.Π), του μόχθου και της εποπτείας του για την ιστορία του μυθιστορήματος...

* Το μυθιστόρημα αυτό του Παπαδιαμάντη, το αγάπησα χάρη στον Χριστόφορο Μηλιώνη και την υπογράμμιση στο βιβλίο του για τον Παπαδιαμάντη του χαρακτήρα του Σημαδιακού ως "χρυσομηλιγγάτου" (και στην κορφή αστεράτου). Αυτό με ταξίδεψε σε δικούς μου συνειρμούς, την άλλη όψη του νομίσματος του Σημαδιακού ως Αταίριαστου, του παρδαλού και ιδιόρρυθμου τύπου που έχει ένα πύργο με μπαντερόλια (σημαιάκια) (στα Ρόδιν΄ακρογιάλια) ή είναι ο διπλοκαημός με το πρόβλημα στο μάτι και το αλλόκοτο ντύσιμο (στο ομώνυμο διήγημα) ή είναι σημαδιακός και αταίριαστος όπως ο Σουραυλής στο Μυρολόγι της φώκιας μια φιγούρα αρχέτυπο που με γοητεύει και την έψαξα και με άλλες μορφές στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη (το Μπραϊνάκι (μπαιράκι) το πολύλογο κορίτσι με τις χρυσές πλεξούδες και έξω από αυτά, ο Αούστερλιτς του Ζέμπαλντ, η Μαίριλιν Μονρόε οι δύο μοιραίοι ερωτευμένοι στον πρίγκιπα Ονιέγκιν του Πούσκιν... Κάτι μοιραίο και βαθύ, η ετερότητα στον ίδιο τον Παπαδιαμάντη, η μνήμη που θέλει να απωθήσει ή να ανακαλέσει, κάτι που με μαγεύει και με κάνει να ονειροπολώ για τη δύναμη που έχει η φαντασία και πέννα να ανασύρει από βάθη και πλάτη μορφές μαγνητικές με τις οποίες η ανθρώπινη ψυχή και η δημιουργικότητα αναμετριώνται ακόμα.
* Μια πλευρά που δεν είχα προσέξει μια και είναι γνωστή η αγάπη του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη για τα φαντάσματα, τα στοιχειά, τα δαιμόνια, τα αερικά και τα κρούσματα - όχι μην τον συγκρινετε με τον Πόε είναι ο εαυτός του - και την παράσταση κερδίζει το φάντασμα της αρραβωνιαστικιάς του Αγάλλου, της ξεχασμένης αρραβωνιαστικιάς που σαν να μην αγγίζει το χώμα εμφανίζεται μπροστά του και του ψυθιρίζει όταν αυτός επιστρέφει πια από την ξενητειά στη Σκιάθο Αγάλλο με ξέχασες... Δεν είχα προσέξει λοιπόν το αντιφατικό όραμα του αφηγητή στην αρχή του διηγήματος, την όμορφη εκείνη κοπέλα στο παράθυρο που εκείνος τη βλέπει νύχτα μέσα από τη βάρκα του, με τα κόκκινα χείλη και τα άσπρα της δοντάκια (sic) ναι σωστά θαρρώ θυμίζει τις κοπέλες στην υπηρεσία του Δράκουλα στο μυθιστόρημα του Μπραμ Στόκερ που ο Παπαδιαμάντης είχε μεταφράσει ο Πύργος του Δράκουλα
"Εἶδα τὰ δοντάκια της νὰ λάμπουν, τὰ χείλη της νὰ λουλουδίζουν, τὰ μάγουλά της νὰ μηλολονθοῦν… " τα μάγουλά της μηλονονθούν και ψάξτε τι είναι η μηλολόνθη και θα βρείτε πως είναι το άσπρο σκουλήκι της σήψης των φρούτων γιατί ο ρομαντισμός έχει απλώσει τα πλοκάμια του και όπως ο Coleridge περιγράφει την κυρά της νύχτας τη νύμφη του Θανάτου με το δέρμα λευκό σαν της λέπρας (Her lips were red, her looks were free,
Her locks were yellow as gold:
Her skin was as white as leprosy)
εκεί που λουλουδίζει η ομορφιά τρυπώνει το ακοίμητο σκουλήκι και συνεχίζει με στίχους πεισιθάνατους, τότε της νεότητος που θέλει να ξεχάσει - τι όραμα είδε άραγε; τι τύχη είχε η Περμαχούλα η δικιά του αρραβωνιαστικιά, αυτή που τον απέρριψε και ίσως την καταράστηκε ο αφηγητής όπως υπονοεί ο Σημαδιακός φίλος του Σταμάτης στις συζητήσεις που θέλει να τον κάνει να θυμηθεί
Τὸ σῶμ᾿ αὐτὸ τὸ αἰθέριο στὴ γῆ νὰ μὴ λυγίσῃ
Καὶ τὸ χαμόγελο ποτὲ στὰ χείλη νὰ μὴ σβήσῃ.
Νὰ μὴ φανῇ τὸ κάλλος σου πὼς εἶν᾿ ἀπὸ τὸ χῶμα.
Ὤ, χαῖρε, τοῦ θανάτου, ποὺ μ᾿ ἐπότισες τὸ πόμα.



* Το Σαββατοκύριακο βρήκα στο σπίτι και διάβασα τον Πύργο των Καρπαθίων του Ιουλίου Βερν. Αχ ο διαφωτισμός, αχ η λογική και ο Καρτέσιος έχουν στοιχειώσει το νου του Ιουλίου Βερν. Όσο και αν η ιστορία αυτή με τη νεκρή τραγουδίστρια έχει κάποια σχέση με την προσωπική του ιστορία - όλα γίνονται προμηθεικά ηλεκτρικά, φωνόγραφοι, τηλέφωνα, μετάδοση σήματος, προβολές και φωτογραφίες. Το 1892 το έγραψε.

Ευτυχώς πέντε χρόνια αργότερα, ο Μπραμ Στόκερ έσωσε την τιμή της μαγείας των Καρπαθίων και των στοιχειών τους.
Και ο Παπαδιαμάντης, ξέρουμε πόσο θύμωνε όταν κάποιος προσπαθούσε να σταματήσει τις αφηγήσεις των στοιχειών και των φαντασμάτων...
Εικόνα με την προβολή - φάντασμα - της Στίλα, φιλοτεχνημένη από τον Leon Bennet για την γαλλική έκδοση του Πύργου των Καρπαθίων του 1892

Πόλυ Χατζημανωλάκη
Αναρτήθηκε στο facebook στις 11 Φεβρουαρίου του 2019




Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2021

Ο ποταμός μου ο Χαλιμάς

 



Tα πεζογραφήματα του Μάρκου Μέσκου δεν πάει πολύς καιρός που τα απέκτησα. Είχα την αίσθηση ότι είχαν εξαντληθεί. Είχα ωστόσο ακούσει - όπως περνάνε οι φράσεις από βιβλίο σε βιβλίο, από το ένα κείμενο στο άλλο για τα παιχνίδια στον Παράδεισο και ήξερα πως ο Παράδεισος ήταν μια ονειρική τοποθεσία στην Έδεσσα, την πατρίδα του Μ.Μ όπου συγκεντρώνονταν τα παιδιά για τα παιχνίδια τους. Τώρα που το διαβάζω βλέπω πως δεν είναι ένας ο Παράδεισος, υπάρχουν χιλιάδες Παράδεισοι - μια τοπιογραφία ολόκληρη παραδείσων, σχεδόν κάθε δρομάκι της πόλης ονοματίζεται, όσο για τα αντικείμενα - έχουμε το προνόμιο να τα ονομάζουμε με δυο και τρεις γλώσσες γράφει.
Γράφω τώρα γιατί παρασυρμένη από αυτήν την γενική μεταφορά του Παραδείσου, πίστευα ότι και το όνομα του ποταμού - ο Χαλιμάς - ήταν κι αυτο μια μεταφορά, φόρος τιμής στα παραμύθια, στις ιστορίες της πριγκίπισσας από την Αραβία που μας είχε μαγέψει παιδιά με τα παραμύθια της. Με μάγευε λοιπόν αυτή η παραμυθένια πατριδογνωσία και μάλιστα σε ένα δικό μου κείμενο παλαιότερα είχα γράψει ότι ήθελα κι εγώ ένα τέτοιο ποτάμι σαν τον ποταμό Χαλιμά του Μάρκου Μέσκου.
Να λοιπόν που χτες ο αγαπημένος φίλος Γιώργος Δούμου που δεν τον βλέπω και τόσο συχνά, μου είπε με αφορμή το κείμενο που διάβασα χτες πως τον συγκίνησε ο ποταμός Χαλιμάς γιατί είναι και εκείνος Εδεσσαίος. Μα υπάρχει ποταμός Χαλιμάς; και βέβαια είναι ο Βόδας, ο ποταμός της Έδεσσας. Πρέπει να υπήρχε κάποιο καφενείο του Χαλιμά, συμπλήρωσε ο Γιώργος.
Μετά τον αιφνιδιασμό, και ενώ προς στιγμήν νόμισα πως καταρρέει η μαγεία, σκέπτομαι ωστόσο πως οι συμπτώσεις που έφεραν αυτόν τον ευλογημένο καφετζή τον Χαλιμά να δώσει το όνομά του στο ποτάμι είναι κομμάτια μιας μεγάλης, πολύ μεγαλύτερης μεταφοράς, μιας συνομωσίας αν θέλετε του σύμπαντος που συμμετέχει στη μεγάλη μαγεία του κόσμου της παιδικής ηλικίας, του παραδείσου. Μια χώρα δηλαδή που έχει υπόσταση και ιστορία και αληθινά ονόματα....

Αναρτήθηκε στο φέησμπουκ 26 Ιανουαρίου 2019