Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2016

Χωρίς τη φωτογραφική μηχανή




Στο παράθυρο μιας πολυκατοικίας στην Κηφισίας έχουν απλώσει τα σεντόνια τους το πρωί να τα δει ο ήλιος – μια συνήθεια που παραξενεύει όταν το διαμέρισμα βλέπει στη λεωφόρο αλλά ακόμα περισσότερο γιατί τα μαξιλάρια όρθια στο πλάι δίνουν στο σωρό τη μορφή ενός κρεβατιού έτσι που το μέσα του σπιτιού είναι σχεδόν έξω, κάτι παραπάνω από ένα ανοιχτό παράθυρο, μια προσομοίωση κρεβατιού εκτεθειμένου στο δρόμο. 
Αναγνωρίζω τη μυρωδιά του «στιγμιότυπου», επιστρατεύονται όλες οι  κυνηγητικές μεταφορές – «σκοπεύω» κλπ του φωτογράφου, είμαι σε αυτήν την κατάσταση του «θέλω τρελά» να το φωτογραφήσω.  Δυστυχώς εκείνη την ώρα οδηγώ – πώς αλλιώς να το έβλεπα από εκείνη την μεριά του δρόμου; -  και ο ρυθμός της κυκλοφορίας με μετακινεί μισό μέτρο μπροστά ώστε να μου το κρύβει η κίνηση. Την υπόλοιπη μέρα πενθώ τη χαμένη φωτογραφία, πάθος και εθισμός αυτό το κυνήγι. Για αυτό το λόγο ο Sebald έλεγε ότι δεν ήθελε να έχει μαζί του στις περιηγήσεις του φωτογραφική μηχανή. Για να παραμυθιάζει δηλαδή εκ των υστέρων  τον αναγνώστη με τις απίθανες φωτογραφικές συνθέσεις που φρόντιζε να συνοδεύουν τα κείμενά του. Δυο φορές όμως, από όσο γνωρίζω, βρέθηκε δέσμιος αυτό του πάθους και στις δυο περιπτώσεις σε ένα ταξίδι στην Ιταλία για το οποίο γράφει στο «Αίσθημα ιλίγγου». Όταν συνάντησε δυο δίδυμους σε μια διαδρομή με πούλμαν, με τους γονείς τους, και διαπίστωσε την τρομερή ομοιότητα που είχαν με τον Κάφκα σε νεαρή ηλικία. Αφιερώνει αρκετές αράδες στην προσπάθεια να πείσει τους γονείς τους να του στείλουν μια φωτογραφία και με πόση δυσπιστία τον αντιμετώπισαν – σχεδόν ως παιδόφιλο.
Σε μια Ιταλική πόλη επίσης ήταν που χιλιοπαρακάλεσε έναν περαστικό να φωτογραφήσει για λογαριασμό του την είσοδο με την επιγραφή μιας τρατορίας όπου είχε φάει παλιότερα και για την οποία θυμόταν να έχει παρακολουθήσει ένα επεισόδιο από την ατέλειωτη  ιστορία φιλονικίας ανάμεσα στους ιδιοκτήτες της. 
Υπάρχει μια φωτογραφία στο βιβλίο και θέλουμε να πιστεύουμε ότι πρόκειται για αυτήν την φωτογραφία που του ταχυδρόμησε αργότερα ο άγνωστος περαστικός.